- κλείθρων
- κλεῖθρονbarneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… … Dictionary of Greek
κλειδωνάς — ο [κλειδωνιά] 1. ο κατασκευαστής κλείθρων, κλειδωνιών, κλειθροποιός 2. ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους πτηνών Parus lugubris … Dictionary of Greek
κλειθροποιός — ο, η (Α κλειθροποιός) ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής κλείθρων, κλειδαριών, ο κλειδαράς, ο κλειδωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρο + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, ζωο ποιός] … Dictionary of Greek
σιδερόχορτο — και σιδεροχόρτι και σιδεροχόρταρο, το, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού ρούτα 2. (λαογρ.) σπάνιο μυθικό φυτό που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, παρέχει σε όποιον τό κατέχει τη δυνατότητα τής διάνοιξης σιδερένιων κλείθρων, τής διάρρηξης … Dictionary of Greek